τονθολυγώ

τονθολυγώ
-έω, Α
τονθορύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό που συνδέεται με το ρ. τονθορύζω / τονθορίζω, πιθ. κατ' επίδραση τών τ. πομφολυγῶ, οἰνοφλυγῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”